Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2007

Και Η Λητώ? Πάει στη Δήλο... #6 -Οι Νύχτες-

-Εδώ, εδώ πάρκαρε. Αν πάμε πιο πάνω δεν θα βρούμε θέση.
-Οκ, οκ ότι πεί ο συνοδηγός. Πσσσ, με τρείς έ? Μου το δίνετε?
-Έλα ρε ψωνάρα το πήρες το δίπλωμα... Άριστα στον Κωνσταντίνο!

Ένιωθε τόσο όμορφα εκείνη τη νύχτα. Μια χαρά απροσδιόριστη και αγνώστου προελεύσεως γέμιζε τα στήθη του σε κάθε αναπνοή. Όλα πήγαιναν καλά.

-Ρε σείς, τι όνομα είναι αυτό? Άκου Μπρίκι... Δεν με προδιαθέτει.
-Αν δεν σε προδιαθέτει το ονομα μικρέ κομπλεξικέ μου θα σε προδιαθέσει σίγουρα ο χώρος και τα πρόσωπα, αποκρίθηκε χασκογελώντας ο Κωνσταντίνος.

Μια πόρτα, δεύτερη πόρτα και ήταν μέσα. Ένα βαθύ μυστήριο κόκκινο απλωμένο στους τοίχους ανταγωνιζόταν τις επίχρυσες γραμμές που είχαν γύρω τους οι καθρέφτες. Μακρόστενος χώρος ντυμένος με Μουλέν Ρουζ χρώματα και πίσω απο το μπάρ βιτρίνες γεμάτες ποτήρια που περίμεναν τους διψασμένους πελάτες να ακουμπήσουν τα χείλη τους πάνω.

-Δεν είναι καθόλου άσχημα μπορώ να πώ. Είπε η φωνή δίπλα στο Κωνσταντίνο μιξαρισμένη με Moby.
Η καρδιά του δεν ένιωθε καθόλου άσχημα. Δεν μπορούσε να δεί το μέλλον.
-Είμαστε για jin party? Ρώτησε η τρίτη φιλική φωνή.
-Όχι πρίν απο ένα υποβρύχιο-είπε προσωρινά αρνούμενος ο Κωνσταντίνος και ακούμπησε νωχελικά πάνω στο μπάρ ως άλλος Bukowski σε μία εφηβεία που θα ήθελε να έχει περάσει.
-3 υποβρύχια παρακαλώ...
-Δεν σερβίρουμε βανίλιες, είπε η κοπέλα στο μπάρ προκαλώντας τρανταχτά γέλια στην αντροπαρέα που δεν κατάλαβε με πόσο νόημα κοιτούσε τα μάτια του Κωνσταντίνου.
-Έλα, είπε επιτακτικά η φιλική φωνή, δεν θέλω χαζά. Βάφτισε τρία jack σε ξανθό ζύθο και βάλε και ένα απο ότι πίνεις να μας καλησπερίσεις.

Ο Κωνσταντίνος κοίταζε αλλού. Στο βάθος. Κάτω απο το βλέμμα ενός αρλεκίνου που κοιτούσε απο το περβάζι της εισόδου. Μερικά σκαλιά βοηθούσαν ένα πατάρι να είναι σε άλλο επίπεδο. Φιλοξενούσε ψηλά στρογγυλά τραπέζια ταιριασμένα με σκαμπώ δίπλα σε μια χτίστη γωνιά ντυμένη με μαξιλάρες για την άνεση των διασκεδαζόντων-Μια ασταπή- Την είδε. Τα μάτια του έλαμψαν και η χαρά μέσα του μετατράπηκε σε μια ουσία αιθέρια, ήλιον ίσως γιατί αν άνοιγε το στόμα του εκείνη τη στιγμή θα ακουγόταν σαν εκείνο τον ιλλουστρασιόν πάπιο. Προτίμησε να παραμείνει άφωνος για λίγο. Κοιτούσε. Σαν χαζός. Τα καστανά της μαλλιά με τις γενναιόδωρες μπούκλες χύνονταν πάνω στους γλυπτούς ώμους της. Ευχαριστούσε τη γυναικεία μόδα που του επέτρεπε την απόλαυση ενός τέτοιου θεάματος. Το παντελόνι της, τζιν επιμελώς φθαρμένο και κολλητό στη σάρκα της, άφηνε τις καμπύλες του κορμιού της να τυλίγουν σαν φίδια τα μάτια του.

Τα πόδια του ανεξάρτητα πια ξεκινήσαν να βηματίζουν προς το μέρος της.

-Ρε! Πού πάει αυτός?
Ανέβηκε τρία σκαλιά. Τα χείλη άνοιξαν.

-Καλησπέρα. Είπε κοιτώντας δύο μεγάλα λαμπερά μάτια. Μόλις μου έμαθες οτι υπνοβατώ.
-Αλήθεια? Και δεν φοβάσαι τα όνειρα που στο προκάλεσαν?
-Να φοβάμαι? Αν είναι σαν και σένα καλύτερα ποτέ να μην ξυπνήσω...