Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2006

Και Η Λητώ? Πάει στη Δήλο... #1

Μαύρο... Ανοίγουν τα μάτια. Ταβάνι. Πορτοκαλί ύφασμα σε σχήμα τετράγωνο σαν φαναράκι για τις χαμένες ψυχές που αφήνουν οι γιαπωνέζοι στο ποτάμι τους, με μπιλίτσες να κρέμονται έτοιμες να γυαλίσουν μόλις ανοίξεις το φώς . Γύρω χρώμα. Μουντό. Έτσι όπως φαίνεται το χρώμα στα μάτια που πάτησαν τα 30. Κοιτάει το ρολόι: 8.24
-Πώ ρε πούστη...
Το τηλέφωνο, πού είναι το κωλοτηλέφωνο? Ένα δυο τρία...δέκα νούμερα...Τουουτ, τουουτ-"Πραϊσλες Ίμπορτς παρακαλώ περιμένετε"...
-Πραϊσλες Ίμπορτς παρακαλώ;
-Έλα Γιωργία καλημέρα, η Λητώ είμαι..
-Καλημέρα Λητούλα. Πώς έτσι νωρίς?
-Εχμμ θα καθυστερήσω καμιά ώρα...Μπορείς σε παρακαλώ να φροντίσεις να είναι έτοιμο το meeting room και η παρουσίαση για τις 12:00; Πραγματικά σήμερα δεν με παίρνει να ξοδέψω μαζί τους περισσότερο χρόνο απ'όσο χρειάζεται.
Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με το χρόνο. Το μόνο που την έκανε να είναι συνεπής κάποιες φόρες ήταν μια φωνή που της φώναζε στα αγγλικά "This is not Greece Mrs Vergidh" 4 φριχτά χρόνια στην Αγγλία και το ασχημόπαπο γινόταν κύκνος..
-Οκ τα λέμε μετά, ευχαριστώ.
Πέταξε το τηλέφωνο στο πάτωμα... το παχύ μπέζ χαλί που είχαν διαλέξει μαζί είχε σώσει πολλές φορές αυτό το ασύρματο απο βέβαιο θάνατο. Έκανε να σηκωθεί μα κάτι μέσα της δεν την άφηνε. Σαν αυτό το κάτι να μην ήθελε να βγεί έξω εκείνη τη μέρα. Στο παράθυρο οι σταγόνες της βροχής έκαναν την πρωινή Αθήνα να μοιάζει με μικρούς κρυστάλλους σε καλειδοσκόπιο. Λάτρευε την πόλη μουντή, μουντή και μουσκεμένη. Την ένιωθε δική της. Αδερφή ψυχή που κλαίει κάθε φθινόπωρο όπως έκλαιγε μέσα της καιρό τώρα. Έκατσε στο κρεβάτι για μερικά λεπτά πιέζοντας τα χέρια στο στρώμα και τα τα πέλματα στο χαλί σωτήρα του ασύρματού της. Πονούσε ακόμα.