Σάββατο, Αυγούστου 12, 2006

Και Η Λητώ? Πάει στη Δήλο... #2

Κατέβηκε στη κουζίνα για τον πρώτο καφέ της ημέρας. Σαν τον c3po στο star wars οι κλειδώσεις αρνούνταν να ακολουθήσουν έναν ανθρώπινο ρυθμό, παρόλο που έπρεπε να βιαστεί. Δεν είχε καμία όρεξη ούτε για meetings ούτε για περιέργους για την Ελληνική κουλτούρα γιαπωνέζους. Ένιωθε πολύ ξουρασμένη και μόλις είχε ξυπνήσει.
-Μαλακισμένα μηχανήματα...
Ο καφές γέμισε τον πάγκο και το χαρτί που ξετυλίξε απ' το ρολο ξεκίνησε να εκπληρώσει την αποστολή του αδιαφορώντας για τα προβλήματα της. Όλα την καθυστερούσαν. Πασσάλειψε λίγο το χαμό και με την κούπα μισή απο όσο καφέ έμεινε ανέβηκε τη σκάλα προς αναζήτηση των ρούχων της ημέρας. Το σπίτι αυτό της είχε κάνει μεγάλο καλό όταν έμεινε μόνη της. Πάντα ήθελε να μένει σε μεζονέτα και την νύχτα που είχε κλείσει το σπίτι αυτό είχε κλαψει πολύ. Χωρίς να μπορεί, ακόμα μερικές φορές που το σκέφτεται, να καταλάβει αν ήταν απο χαρά για το σπίτι η απο λύπη για την απουσία του... Άνοιξε τις ντουλάπες έβγαλε το κλασσικό meeting σύνολο το φόρεσε με γρήγορες κινήσεις και πίνοντας μια γουλιά καφέ προχώρησε πρός την τουαλέτα.
Ξεκίνησε μπροστά απ' τον καθρέφτη την καθημερινή ρουτίνα καλλωπισμού. Σκιές, eyeliners lipgloss. Πάγωσε. Στον καθρέφτη είδε το χαμόγελο του να την κοιτάει και να της λέει ''όσο και να προσπαθήσουν όλα αυτα τα άχρηστα πράγματα, τα νικάς πάντα ομορφιά μου''
-Ξεκόλλα επιτέλους θα αργήσεις
Παραμίλησε προσπαθώντας να βγάλει την εικόνα απο το θολωμένο μυαλό της. Ψάχνοντας τα κλειδιά της χτύπησε το κινητό.
-Λητώ έρχεσαι? Οι δικοί σου είναι έδω και περιμένουν στο meeting room. Είναι εδώ και ο Κουμίδης...
-Έρχομαι, είμαι στο δρόμο, σε 15 θα είμαι εκεί.
Ο διευθυντής της ποτέ δεν της είχε πεί τίποτα όταν καθυστερούσε. Τα πρόσεχε τα παιδιά του. Ειδικά αυτά που 'μυρίζονταν' κερδοφόρες συνεργασίες. Κατα ένα περιέργο τρόπο όμως πάντα νόμιζε οτι ήταν στο χείλος της πρώτης κατσάδας της και παντα την έπιανε ένα άγχος που την έκανε να τρέχει σαν τρελή.
Έξω συνέχιζε να ψιχαλίζει, και η σταγόνες της βροχής χτύπαγαν με μανία τα τζάμια του όμορφου διθέσιου της όχι γιατι τις έσπρωχνε μια δυνατή βροχή μα επειδή η ταχύτητα του αυτοκινήτου είχε ξεφύγει χωρίς να το έχει καταλάβει. Σκεφτόταν τι θα πεί στους σχιστομάτηδες αλλα δυσκολευόταν πολύ να συγκεντρωθεί για να καταλήξει σε μια πρόταση δελεαστική για αυτούς και ταυτόχρονα συμφέρουσα για την εταιρία της. Παρατήρησε καθώς σκεφτόταν οτι ο δρόμος ήταν ασυνήθιστα άδειος ενώ ένα φανάρι την εκλιπαρούσε να κουνήσει το αριστρο της πόδι. Ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε και παντού εκτοξεύτηκαν μικρά γυαλιστερά γυαλιά που έγιναν ένα με τη βροχή. Το όμορφο διθέσιο είχε χάσει πια την γυαλάδα του και μια φωνή στο βάθος έκανε επίκληση θεών βλέποντας την εικόνα των τσαλακωμένων μετάλων και του αίματος. Μερικά επιφωνήματα ακούστηκαν απ΄τους περαστικούς και το μόνο που καθρεφτιζόταν στα μάτια της ήταν ένα μπλέ περιστρεφόμενο φώς ενώ η σειρήνα ήταν πολυ αδύναμη να την ξυπνήσει...